Το πανάρχαιο έθιμο των ορεινών Πιερίων «ραγκατζάρια» ή «λαγκατζάρια» αναμένεται να αναβιώσει και φέτος, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, στην πόλη της Βέροιας ξυπνώντας μνήμες από το παρελθόν και συνεχίζοντας την πλούσια παράδοση από ήθη κι έθιμα των ορεινών χωριών της Πιερίας.
Νέοι άνδρες που θα συγκροτήσουν ομάδες, «μπουλούκια», θα φορέσουν τις άσπρες φουστανέλες και τα κεντητά γιλέκα και θα ζωθούν στη μέση τους με πολλά κουδούνια «τσουκάνια, τράκες και κυπριά». Στα χέρια τους θα κρατήσουν ξύλινα σπαθιά. Το πρόσωπό τους θα είναι είτε καλυμμένο με προσωπίδες και προβιές, είτε βαμμένο με καρβουνόσκονη. Στόχος είναι να μην αναγνωρίζονται από κανέναν, ούτε καν από τα «κακά» στοιχειά.
«Στο παρελθόν, κάτω από τη φουστανέλα, για να καλύψουν τα γυμνά τους πόδια φορούσαν κατασκευάσματα από μαλλί προβάτου, τα οποία ονόμαζαν “χολέβια”. Τα “χολέβια”, τα έδεναν στη βρακοζώνη του εσωρούχου και ήταν το ισχυρό τους όπλο απέναντι στο δυνατό κρύο. Φορούσαν ακόμα τσαρούχια με φούντες, τα οποία ήταν χειροποίητα, παραγγελία από εργαστήρια της Κοζάνης, της Βέροιας και τη Λάρισας, περιοχών όπου άνθιζε τότε η βυρσοδεψία και η οικοτεχνία της κατασκευής υποδημάτων. Κάτω από τα γόνατα έδεναν φούντες που τις ονόμαζαν “βοδέττες”», εξιστορεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δημοτικός σύμβουλος της Δημοτικής Ενότητας Μακεδονίδος του δήμου Βέροιας, πρόεδρος του Νομικού Προσώπου ΚΑΠΑ Βεροίας και πρόεδρος της σχολικής επιτροπής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του δήμου Βέροιας, Αθανάσιος Δέλλας.
«Η λέξη “ραγκατζάρια”, ή “λαγκατζάρια” είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει μισθοφόρος, ενώ αναβιώνει στη θύμηση της σφαγής των παιδιών από τον Ηρώδη» επεξηγεί ο κ. Δέλλας, που εμπλούτισε τις γνώσεις του για το θέμα από τον λαογράφο Γ. Μελίκη καθώς και ηλικιωμένους της περιοχής.
«Κάποτε το έθιμο λάμβανε χώρα σε όλα τα ορεινά χωριά των Πιερίων ορέων, κυρίως στο Δάσκιο, ενώ τελούνταν όχι μόνο την Πρωτοχρονιά, αλλά και τα Θεοφάνεια. Η αιτία της διπλής τέλεσης του εθίμου έγκειται στο γεγονός ότι μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα μ.χ. οι χριστιανοί γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την ημέρα των Θεοφανείων σε αντίθεση με τους ειδωλολάτρες που τη γιόρταζαν την 1η Ιανουαρίου. Έτσι μπορούμε να δούμε αυτή τη διπλή τέλεση ως ανάμνηση ή και επιρροή αυτού του γεγονότος» σημειώνει ο κ. Δέλλας επισημαίνοντας πως «πολλοί το έκαναν δύο φορές προκειμένου να τονώσουν το ισχνό τους εισόδημα».
Σε αρκετές περιπτώσεις, στην παρέα των «ραγκατζαρίων», προστίθετο και ένα άλλο είδος αμφίεσης, αυτό του γαμπρού και της νύφης που συνόδευαν την πομπή καβάλα στα άλογά τους. Σε κάθε ομάδα υπήρχε και ο αρχηγός, ο καπετάνιος. Ήταν ο δυνατότερος της ομάδας ή ο γηραιότερος. Ενέπνεε αναγνώριση και είχε τον σεβασμό όλων.
Τα «ραγκατζάρια» συνοδεύονταν πάντα υπό τους ήχους της γκάιντας, ενώ οι «ραγκάτζαροι», χόρευαν έψελναν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα με τους παρακάτω στίχους:
Άγιος Βασίλης έρχετι, Γενάρης ξημερώνει Βασίλη πόθεν έρχεσι και πόθεν κατιβένις.
Εγώ απ’ τα ξένα έρχομι και στα δικά μου πάω.
Σαν έρχεσι απ’ την ξενιτιά πες μας κανά τραγούδι.
Εγώ τραγούδια μάθινα τραγούδια να σας λέω. Στην πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα. Και η πατερίτσα ήταν χλωρή και απώλυκιν κλουνάρια. Κλουνάρια χρυσουκλώναρα και ανηργυρά τα φύλλα.
Φραγκίτς εδώ, Φραγκίτσα εκεί. Φραγκίτσα πάει στη βρύση με το γιορτάνι στο λαιμό το σύρμα στο κεφάλι και με το ασημο-ζώναρο χαμηλά χαμηλά ζωσμένη…
«Μερικές φορές τραγουδούσαν και χόρευαν και άλλα τραγούδια που είχαν θεματολογία την έλευση του χειμώνα ή τη ζωή των κλεφτών» θα συμπληρώσει ο κ. Δέλλας.
Οι «ραγκατζάροι» πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι σε όλο το χωριό. Το κέρασμα τους ήταν τσίπουρο, κάστανα και καρύδια, παστωμένο κρέας κι αν επισκεπτόταν και κανένα εύπορο σπίτι, τότε τους έδιναν και λίγο ψαχνό κρέας.
Μετά το πέρας του εθίμου, η ομήγυρη συνέχιζε το γλέντι της πίνοντας τσίπουρο και ψήνοντας το κρέας που συνέλεξε. Ότι περίσσευε πήγαινε σε δίκαιη μοιρασιά.
«Πολλές φορές, επακόλουθο της οινοποσίας ήταν οι καβγάδες μεταξύ των ραγκατζαρίων, που δυστυχώς κάποιοι ήταν και αιματηροί. Όπως έχουμε το παράδειγμα των Σφηκιωτών και των Πολυδενδριωτών με θανατηφόρα μάλιστα κατάληξη και για τις δύο ομάδες. Σε ανάμνηση αυτού, ακόμη και σήμερα η περιοχή όπου διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, στον παλιό δρόμο Σφηκιάς και Πολυδένδρι, ονομάζεται “στ’ σκουτουμέν”» εξιστορεί ο κ. Δέλλας.
Το έθιμο «ραγκατζάρια» ή «λαγκατζάρια» αναβιώνει ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στην πόλη της Βέροιας από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Δασκίου «Το Παλιόκαστρο». Εκεί, με τους εκκωφαντικούς ήχους από τις κουδούνες τους θα προκαλέσουν τα κακά πνεύματα, θα τα τρομάξουν και θα εξαγνίσουν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα που θα επισκεφτούν, παίρνοντας ως αντάλλαγμα πολλά κεράσματα και καλόκαρδες ευχές για τη νέα χρονιά.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ